- αδάγκωτος
- αδάγκωτος, -η, -ο και αδάγκαστος, -η, -οαυτός που δε δαγκάθηκε: Το μήλο ήταν αδάγκωτο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αδάγκωτος — η, ο αυτός που δεν δαγκώθηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + *δαγκωτός < δαγκώνω] … Dictionary of Greek
άδηκτος — η, ο (Α ἄδηκτος, ον) [δάκνω] αυτός που δεν τόν δάγκωσαν, ο αδάγκωτος αρχ. 1. άθικτος, απείραχτος, ανέγγιχτος, άβλαφτος 2. ο μη δηκτικός 3. (κυρίως για ξύλα) αυτός που δεν φαγώθηκε από σκουλήκια 4. απαθής, ασυγκίνητος, απρόσβλητος (από αγάπη, θυμό … Dictionary of Greek
αδάγκαστος — η, ο 1. αυτός που δεν δαγκώθηκε, ο αδάγκωτος 2. (για τράγους και κριούς) αυτός που δεν τού δάγκωσαν τον σπερματίτη λώρο για να τόν ευνουχίσουν, που δεν υποβλήθηκε σε ευνουχισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + *δαγκαστός < δαγκάνω] … Dictionary of Greek